αβαρή ρευστά — Στη φυσική, στοιχεία που πίστευαν άλλοτε ότι υπάρχουν ανάμεσα σε δύο ουσίες και με τα οποία εξηγούσαν διάφορα φαινόμενα (ηλεκτρικά, φωτεινά, μαγνητικά, θερμογόνα)· πίστευαν δηλαδή ότι για να έχουμε ένα τέτοιο φαινόμενο, που είναι αποτέλεσμα… … Dictionary of Greek
ῥευστάς — ῥευστά̱ς , ῥευστός in a state of flux fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρευστότητα — Στην οικονομία είναι η ιδιότητα που έχει ένα αγαθό να μετατρέπεται γρήγορα σε χρήμα* χωρίς να χάνει σημαντικό μέρος της αξίας του. Κατεξοχήν ρευστά αγαθά είναι π.χ. τα χαρτονομίσματα και οι τραπεζικές καταθέσεις όψης. Λιγότερο ρευστά είναι οι… … Dictionary of Greek
αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
προεξόφληση — Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής… … Dictionary of Greek
απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… … Dictionary of Greek
Βαν ντερ Βάαλς, Γιοχάνες Ντίντερικ — (Johannes Diderik Van der Waals, Λέιντεν 1837 – Άμστερνταμ 1923). Ολλανδός φυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Λέιντεν το 1865. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1873 και έγινε καθηγητής στο Ντέβεντερ, στη Χάγη και μετά στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
ιδανικά διαλύματα — Διαλύματα στα οποία δεν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους τα μόρια του διαλυτή και της διαλυμένης ουσίας. Ιδανικά ρευστά λέγονται εξάλλου τα ρευστά εκείνα που υποτίθεται ότι δεν παρουσιάζουν φαινόμενα εσωτερικής τριβής. Τέλος, ιδανικά υγρά είναι εκείνα… … Dictionary of Greek
αεροκιβώτιο — Μεταλλικό δοχείο συνήθως σε σχήμα κώδωνα, που περικλείει αέρια μάζα και το οποίο προσαρμόζεται από το ανοιχτό του στόμιο σε σωλήνες που τροφοδοτούν (με τη βοήθεια καταθλιπτικής αντλίας) με νερό τα διάφορα τμήματα των ατμομηχανών και γενικότερα… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek